διατέμνουσα

διατέμνουσα
η
βλ. διατέμνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διατέμνουσα — διατέμνω cut through pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατέμνω — (AM διατέμνω) διχοτομώ, χωρίζω σε δύο μέρη νεοελλ. (η μτχ. θηλ. ως ουσ.) (γεωμ.) η διατέμνουσα η τέμνουσα* αρχ. 1. κατακόπτω 2. ανοίγω δίοδο 3. καταστρέφω την υπάρχουσα ενότητα, σπείρω διχόνοια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”